- βραχύβια
- βραχύβιοςshort-livedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
ORNEOSOPHION — nomen libri, iussu Michaelis Imperatoris Constantinopolitani, de Avibus conscripti, cuius meminit Bochart. Hieroz. Part. poster. l. 6. c. 3. ubi de Exypterio. A voce Ο῎ρνις: quae cum Homero et Hesiodo nihil quidquam sit, quam avis in genere,… … Hofmann J. Lexicon universale
βίγλα — I Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Κορυφή (711 μ.) της οροσειράς της Σητείας στην Κρήτη που βρίσκεται στον νομό Λασιθίου. 2. Βουνό (616 μ.) στο νησί της Σύμης στα Δωδεκάνησα. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 405 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται… … Dictionary of Greek
βελόνη — Εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα που εκδιδόταν στην Ερμούπολη της Σύρου. Παρότι ήταν βραχύβια (16 Μαΐου έως 27 Ιουνίου 1877), θεωρείται από τις αντιπροσωπευτικότερες του είδους στην ελληνική επαρχία. * * * βλ. βελόνα … Dictionary of Greek
εβδομάς — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα που εκδόθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1880. 2. Εφημερίδα της Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια, 1903). 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα της Αλεξάνδρειας, με ιδρυτή τον Σ. Σκληρό. Η εφημερίδα αυτή, που υπήρξε βραχύβια… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… … Dictionary of Greek
Αιγύπτιος Αετός — Ελληνική εφημερίδα της Αιγύπτου με έδρα την Αλεξάνδρεια. Η εφημερίδα, για την οποία δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, εκτός από τη μνεία της σε ημερολόγια της εποχής, ιδρύθηκε το 1865 και ήταν βραχύβια … Dictionary of Greek
Αιτωλική — Χειρόγραφη βραχύβια εφημερίδα, από τις πρώτες της Επανάστασης, που κυκλοφόρησε στη δυτική Στερεά τον Αύγουστο του 1821. Γραφόταν σε απλή γλώσσα και είχε κυρίως ειδησεογραφικό χαρακτήρα … Dictionary of Greek